- Μηδικῶς
- Μηδικόςthe Median affairsadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηδικῶς — Μηδικός the Median affairs adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδικός — ή, ό (ΑΜ μηδικός, ή, ον, θηλ. και μηδίκη) [Μήδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μήδους (α. «μηδική ἐσθής» μεταξωτά ενδύματα β. «μηδ εἰ στράτευμα πλεῑον ἦ τὸ Μηδικόν», Αισχύλ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μηδική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… … Dictionary of Greek